- Ἀνδρεῖ
- Ἀνδρεύςmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
АНДРИИ — • Άνδρει̃α. Так назывались общие трапезы взрослых мужчин у критян; юноши же собирались в αγέλας (ср. Συσσίτια, Сисситии). За этими трапезами господствовала умеренность, предметами застольной беседы были прославление подвигов предков и … Реальный словарь классических древностей
ἀνδρείοις — ἀνδρεί̱οις , ἀνδρεῖα of neut dat pl ἀνδρεῖος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρείοισι — ἀνδρεί̱οισι , ἀνδρεῖα of neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀνδρεῖος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρείων — ἀνδρεί̱ων , ἀνδρεῖα of neut gen pl ἀνδρεῖος of fem gen pl ἀνδρεῖος of masc/neut gen pl ἀ̱νδρείων , ἀνδρειόω fill with courage imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱νδρείων , ἀνδρειόω fill with courage imperf ind act 1st sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
θηροφόντης — θηροφόντης, ὁ (Α) βλ. θηροφόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + φόντης (< θείνω «χτυπώ, φονεύω», πιθ. με επίδραση τού φόνος), πρβλ. ανδρει φόντης, αυτο φόντης] … Dictionary of Greek
κητοφόντης — κητοφόντης, ὁ (Μ) κητοφόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + φόντης (< θείνω) «φονεύω» (πρβλ. ανδρει φόντης, Αργεϊ φόντης)] … Dictionary of Greek